ασυμπάθιστος

ασυμπάθιστος
-η, -ο
αυτός τον οποίο δε συμπαθεί κανείς, αντιπαθητικός: Πάντα αυτός ο άνθρωπος μου ήταν ασυμπάθιστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναγάπητος — η, ο [αγαπητός] αυτός που δεν αγαπήθηκε ποτέ ή δεν είναι δυνατόν να αγαπηθεί, ασυμπάθιστος, κρύος …   Dictionary of Greek

  • ασυμπάθητος — και ασυμπάθιστος, η, ο (Μ ἀσυμπάθητος, ον) [συμπαθώ] εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια, ο ανελέητος 1| νεοελλ. 1. αυτός που δεν συμπαθιέται, ο αντιπαθητικός 2. αυτός που δεν συγχωρήθηκε ή που δεν είναι άξιος να συγχωρηθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”